- γενειόλα
- γενειόλᾱ , γενειόληςmasc nom/voc/acc dualγενειόληςmasc voc sgγενειόλᾱ , γενειόληςmasc gen sg (doric aeolic)γενειόληςmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενειόλας — γενειόλᾱς , γενειόλης masc acc pl γενειόλᾱς , γενειόλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)